τοννάζ

τοννάζ
το, Ν
βλ. τονάζ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τονάζ — και παλαιότερος τ. τοννάζ, το, Ν ναυτ. όρος που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική και εκφράζει τη χωρητικότητα τού πλοίου σε τόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tonnage < tonne «τόνος, μέτρο χωρητικότητας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”